-
1 καθοσιόω
A dedicate,ἄγαλμα Poll.1.11
, cf. OGI 383.109, al. (Commagene, i B. C.), SIG799.6 (Cyzicus, i A. D.):—[voice] Med., :—[voice] Pass., , cf. D.H.2.23; καθωσιωμένος τινί devoted, of a person, Hdn.7.6.4;- ωμένοι νόμοι Ph.2.581
;στρατιῶται Just.Edict.13.9
.3 κ. πόλιν καθαρμοῖς purify, Plu.Sol.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθοσιόω
См. также в других словарях:
καθοσιώνω — (AM καθοσιῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι όσιο, ιερό, καθιερώνω 2. προσφέρω ως ανάθημα σε θεό, αφιερώνω αρχ. 1. αγνίζω, εξαγνίζω, καθαρίζω («ἱλασμοῑς τισι καὶ καθαρμοῑς... καθοσιώσας τὴν πόλιν», Πλούτ.) 2. αρραβωνιάζω, μνηστεύω 3. φρ. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek